- αβδέλλα
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας.
* * *η1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα)2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική διστομίαση* (κν. κλαπάτσα)3. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός«μού έγινε (α)βδέλλα»4. σιδερένιο έλασμα για τη σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βδέλλα. Το αρχικό α- δημιουργήθηκε από τη συνεκφορά: μια βδέλλα, μι’ αβδέλλα.ΠΑΡ. αβδελλάδικο, αβδέλλας, αβδελλιάζω, αβδελλίτσα, αβδελλόπουλο, αβδελλώνω.ΣΥΝΘ. αβδελλόχορτο, αβδελλοκόκκαλο].
Dictionary of Greek. 2013.